- χρηστουργίᾳ
- χρηστουργίᾱͅ , χρηστουργίαgood deedfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηστουργία — χρηστουργίᾱ , χρηστουργία good deed fem nom/voc/acc dual χρηστουργίᾱ , χρηστουργία good deed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστουργία — ἡ, ΜΑ χρηστή πράξη, αγαθοεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. ἀγαθ ουργία] … Dictionary of Greek
χρηστουργίαν — χρηστουργίᾱν , χρηστουργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)